- προσχολικός
- -ή, -ό, Νο σχετικός με τη ζωή του παιδιού πριν από την είσοδο στο σχολείο, δηλ. από τη γέννηση μέχρι την υποχρεωτική εκπαίδευση («προσχολική εκπαίδευση» ή «προσχολική αγωγή» — η αγωγή κατά τα πρώτα χρόνια τής παιδικής ηλικίας).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + σχολικός].
Dictionary of Greek. 2013.